Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερηγορία
ὑπερήδομαι
ὑπέρηδυς
Ὑπερηΐς
ὑπερήκω
ὑπερηλίθιος
ὑπερῆλιξ
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερήνεμος
ὑπερηνορέη
ὑπερηνόρεος
ὑπερηνορέων
ὑπερήνωρ
Ὑπερησίη
ὑπερηφανεύω
ὑπερηφανέω
ὑπερηφανέων
ὑπερηφανία
View word page
ὑπέρημος
somewhat desolate

ShortDef

somewhat desolate

Debugging

Headword:
ὑπέρημος
Headword (normalized):
ὑπέρημος
Headword (normalized/stripped):
υπερημος
IDX:
90982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90983
Key:

Data

{'content': 'somewhat desolate'}