Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρζεστος
ὑπερζέω
ὑπέρζωος
ὑπέρη
ὑπέρηβος
ὑπερηγορέω
ὑπερηγορία
ὑπερήδομαι
ὑπέρηδυς
Ὑπερηΐς
ὑπερήκω
ὑπερηλίθιος
ὑπερῆλιξ
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερήνεμος
ὑπερηνορέη
ὑπερηνόρεος
ὑπερηνορέων
View word page
ὑπερήκω
to have got beyond

ShortDef

to have got beyond

Debugging

Headword:
ὑπερήκω
Headword (normalized):
ὑπερήκω
Headword (normalized/stripped):
υπερηκω
IDX:
90976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90977
Key:

Data

{'content': 'to have got beyond'}