Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπέρζεσις
ὑπέρζεστος
ὑπερζέω
ὑπέρζωος
ὑπέρη
ὑπέρηβος
ὑπερηγορέω
ὑπερηγορία
ὑπερήδομαι
ὑπέρηδυς
Ὑπερηΐς
ὑπερήκω
ὑπερηλίθιος
ὑπερῆλιξ
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
ὑπερήμισυς
ὑπέρημος
ὑπερήνεμος
View word page
ὑπερήδομαι
to be overjoyed at

ShortDef

to be overjoyed at

Debugging

Headword:
ὑπερήδομαι
Headword (normalized):
ὑπερήδομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερηδομαι
IDX:
90973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90974
Key:

Data

{'content': 'to be overjoyed at'}