Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχόντως
ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπέρζεσις
ὑπέρζεστος
ὑπερζέω
ὑπέρζωος
ὑπέρη
ὑπέρηβος
ὑπερηγορέω
ὑπερηγορία
ὑπερήδομαι
ὑπέρηδυς
Ὑπερηΐς
ὑπερήκω
ὑπερηλίθιος
ὑπερῆλιξ
ὑπερημερία
ὑπερήμερος
View word page
ὑπέρηβος
past early youth

ShortDef

past early youth

Debugging

Headword:
ὑπέρηβος
Headword (normalized):
ὑπέρηβος
Headword (normalized/stripped):
υπερηβος
IDX:
90970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90971
Key:

Data

{'content': 'past early youth'}