Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχόντως
ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπέρζεσις
ὑπέρζεστος
ὑπερζέω
ὑπέρζωος
ὑπέρη
ὑπέρηβος
ὑπερηγορέω
ὑπερηγορία
View word page
ὑπερεχόντως
pre-eminently, especially

ShortDef

pre-eminently, especially

Debugging

Headword:
ὑπερεχόντως
Headword (normalized):
ὑπερεχόντως
Headword (normalized/stripped):
υπερεχοντως
IDX:
90962
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90963
Key:

Data

{'content': 'pre-eminently, especially'}