Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχόντως
ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπέρζεσις
ὑπέρζεστος
ὑπερζέω
ὑπέρζωος
ὑπέρη
ὑπέρηβος
ὑπερηγορέω
View word page
ὑπερεχθαίρω
to hate exceedingly

ShortDef

to hate exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερεχθαίρω
Headword (normalized):
ὑπερεχθαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπερεχθαιρω
IDX:
90961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90962
Key:

Data

{'content': 'to hate exceedingly'}