Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχόντως
ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπέρζεσις
ὑπέρζεστος
ὑπερζέω
View word page
ὑπερευφραίνω
delight exceedingly

ShortDef

delight exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερευφραίνω
Headword (normalized):
ὑπερευφραίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερευφραινω
IDX:
90957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90958
Key:

Data

{'content': 'delight exceedingly'}