Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
ὑπερεχόντως
ὑπερέχω
ὑπερέψω
ὑπέρζεσις
View word page
ὑπερευτυχής
exceedingly lucky

ShortDef

exceedingly lucky

Debugging

Headword:
ὑπερευτυχής
Headword (normalized):
ὑπερευτυχής
Headword (normalized/stripped):
υπερευτυχης
IDX:
90955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90956
Key:

Data

{'content': 'exceedingly lucky'}