Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
ὑπερεχθαίρω
View word page
ὑπερευπρεπῶς
exceedingly becomingly

ShortDef

exceedingly becomingly

Debugging

Headword:
ὑπερευπρεπῶς
Headword (normalized):
ὑπερευπρεπῶς
Headword (normalized/stripped):
υπερευπρεπως
IDX:
90951
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90952
Key:

Data

{'content': 'exceedingly becomingly'}