Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
ὑπερεύωνος
View word page
ὑπερευλαβέομαι
to be exceedingly cautious

ShortDef

to be exceedingly cautious

Debugging

Headword:
ὑπερευλαβέομαι
Headword (normalized):
ὑπερευλαβέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερευλαβεομαι
IDX:
90950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90951
Key:

Data

{'content': 'to be exceedingly cautious'}