Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
ὑπερευτυχία
ὑπερευφραίνω
ὑπερευχαριστέω
ὑπερεύχομαι
View word page
ὑπερευκαιρέω
to be very convenient

ShortDef

to be very convenient

Debugging

Headword:
ὑπερευκαιρέω
Headword (normalized):
ὑπερευκαιρέω
Headword (normalized/stripped):
υπερευκαιρεω
IDX:
90949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90950
Key:

Data

{'content': 'to be very convenient'}