Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
ὑπερευρύβατος
ὑπερευτυχής
View word page
ὑπερευδοκέομαι
to be well-pleased

ShortDef

to be well-pleased

Debugging

Headword:
ὑπερευδοκέομαι
Headword (normalized):
ὑπερευδοκέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερευδοκεομαι
IDX:
90945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90946
Key:

Data

{'content': 'to be well-pleased'}