Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
ὑπερευρίσκω
View word page
ὑπερευδαιμονέω
to be exceeding happy

ShortDef

to be exceeding happy

Debugging

Headword:
ὑπερευδαιμονέω
Headword (normalized):
ὑπερευδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
υπερευδαιμονεω
IDX:
90943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90944
Key:

Data

{'content': 'to be exceeding happy'}