Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
ὑπερεύρεμα
View word page
ὑπερεύγομαι
vomit up
ShortDef
vomit up
Debugging
Headword:
ὑπερεύγομαι
Headword (normalized):
ὑπερεύγομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερευγομαι
IDX:
90942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90943
Key:
Data
{'content': 'vomit up'}