Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
ὑπερευλαβέομαι
ὑπερευπρεπῶς
View word page
ὑπερευγενής
exceeding noble

ShortDef

exceeding noble

Debugging

Headword:
ὑπερευγενής
Headword (normalized):
ὑπερευγενής
Headword (normalized/stripped):
υπερευγενης
IDX:
90941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90942
Key:

Data

{'content': 'exceeding noble'}