Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
ὑπερευκαιρέω
View word page
ὑπερέττω
row quietly
ShortDef
row quietly
Debugging
Headword:
ὑπερέττω
Headword (normalized):
ὑπερέττω
Headword (normalized/stripped):
υπερεττω
IDX:
90939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90940
Key:
Data
{'content': 'row quietly'}