Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
ὑπερευθύμως
View word page
ὑπερετής
past the age

ShortDef

past the age

Debugging

Headword:
ὑπερετής
Headword (normalized):
ὑπερετής
Headword (normalized/stripped):
υπερετης
IDX:
90938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90939
Key:

Data

{'content': 'past the age'}