Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
ὑπερευήθης
View word page
ὑπερεσθίω
to eat immoderately

ShortDef

to eat immoderately

Debugging

Headword:
ὑπερεσθίω
Headword (normalized):
ὑπερεσθίω
Headword (normalized/stripped):
υπερεσθιω
IDX:
90937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90938
Key:

Data

{'content': 'to eat immoderately'}