Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
ὑπερευγενής
ὑπερεύγομαι
ὑπερευδαιμονέω
ὑπερευδαίμων
ὑπερευδοκέομαι
ὑπερευδοκιμέω
View word page
ὑπερέρχομαι
to pass over

ShortDef

to pass over

Debugging

Headword:
ὑπερέρχομαι
Headword (normalized):
ὑπερέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερερχομαι
IDX:
90936
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90937
Key:

Data

{'content': 'to pass over'}