Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
ὑπέρευ
View word page
ὑπερεπιτατικός
doubly intensive

ShortDef

doubly intensive

Debugging

Headword:
ὑπερεπιτατικός
Headword (normalized):
ὑπερεπιτατικός
Headword (normalized/stripped):
υπερεπιτατικος
IDX:
90930
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90931
Key:

Data

{'content': 'doubly intensive'}