Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
ὑπερέρυθρος
ὑπερέρχομαι
ὑπερεσθίω
ὑπερετής
ὑπερέττω
View word page
ὑπερεπιστήμων
exceedingly wise

ShortDef

exceedingly wise

Debugging

Headword:
ὑπερεπιστήμων
Headword (normalized):
ὑπερεπιστήμων
Headword (normalized/stripped):
υπερεπιστημων
IDX:
90929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90930
Key:

Data

{'content': 'exceedingly wise'}