Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
ὑπερέραμαι
ὑπερερρωμένως
View word page
ὑπερεπαίρω
exalt

ShortDef

exalt

Debugging

Headword:
ὑπερεπαίρω
Headword (normalized):
ὑπερεπαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπερεπαιρω
IDX:
90924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90925
Key:

Data

{'content': 'exalt'}