Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
ὑπερεπιτείνω
ὑπερέπτω
View word page
ὑπερέξοχος
superior to
ShortDef
superior to
Debugging
Headword:
ὑπερέξοχος
Headword (normalized):
ὑπερέξοχος
Headword (normalized/stripped):
υπερεξοχος
IDX:
90922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90923
Key:
Data
{'content': 'superior to'}