Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
ὑπερεπιτατικός
View word page
ὑπερεξηκοντέτης
above sixty years old

ShortDef

above sixty years old

Debugging

Headword:
ὑπερεξηκοντέτης
Headword (normalized):
ὑπερεξηκοντέτης
Headword (normalized/stripped):
υπερεξηκοντετης
IDX:
90920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90921
Key:

Data

{'content': 'above sixty years old'}