Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
ὑπερεπείγω
ὑπερεπιθυμέω
ὑπερεπικλίνω
ὑπερεπιστήμων
View word page
ὑπερεξέχω
project

ShortDef

project

Debugging

Headword:
ὑπερεξέχω
Headword (normalized):
ὑπερεξέχω
Headword (normalized/stripped):
υπερεξεχω
IDX:
90919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90920
Key:

Data

{'content': 'project'}