Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
ὑπερεπαίρω
ὑπερέπαρσις
View word page
ὑπερεξαίρω
raise exceedingly

ShortDef

raise exceedingly

Debugging

Headword:
ὑπερεξαίρω
Headword (normalized):
ὑπερεξαίρω
Headword (normalized/stripped):
υπερεξαιρω
IDX:
90915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90916
Key:

Data

{'content': 'raise exceedingly'}