Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
ὑπερεπαινέω
View word page
ὑπερεντυγχάνω
to intercede

ShortDef

to intercede

Debugging

Headword:
ὑπερεντυγχάνω
Headword (normalized):
ὑπερεντυγχάνω
Headword (normalized/stripped):
υπερεντυγχανω
IDX:
90913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90914
Key:

Data

{'content': 'to intercede'}