Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
ὑπέρεξις
ὑπερέξοχος
View word page
ὑπερεντρυφάω
to be exceedingly haughty

ShortDef

to be exceedingly haughty

Debugging

Headword:
ὑπερεντρυφάω
Headword (normalized):
ὑπερεντρυφάω
Headword (normalized/stripped):
υπερεντρυφαω
IDX:
90912
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90913
Key:

Data

{'content': 'to be exceedingly haughty'}