Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
ὑπερεξηκοντέτης
View word page
ὑπερενόομαι
to be completely one

ShortDef

to be completely one

Debugging

Headword:
ὑπερενόομαι
Headword (normalized):
ὑπερενόομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερενοομαι
IDX:
90910
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90911
Key:

Data

{'content': 'to be completely one'}