Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
ὑπερεξέχω
View word page
ὑπερενιαυτίζω
last above a year

ShortDef

last above a year

Debugging

Headword:
ὑπερενιαυτίζω
Headword (normalized):
ὑπερενιαυτίζω
Headword (normalized/stripped):
υπερενιαυτιζω
IDX:
90909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90910
Key:

Data

{'content': 'last above a year'}