Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
ὑπερεξάπτω
View word page
ὑπερένδοξος
exceedingly glorious

ShortDef

exceedingly glorious

Debugging

Headword:
ὑπερένδοξος
Headword (normalized):
ὑπερένδοξος
Headword (normalized/stripped):
υπερενδοξος
IDX:
90908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90909
Key:

Data

{'content': 'exceedingly glorious'}