Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
ὑπερεξανθέω
View word page
ὑπερεμφορέομαι
to be filled quite full

ShortDef

to be filled quite full

Debugging

Headword:
ὑπερεμφορέομαι
Headword (normalized):
ὑπερεμφορέομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεμφορεομαι
IDX:
90907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90908
Key:

Data

{'content': 'to be filled quite full'}