Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
ὑπερεξακισχίλιοι
View word page
ὑπερεμπίπλημι
to fill over-full

ShortDef

to fill over-full

Debugging

Headword:
ὑπερεμπίπλημι
Headword (normalized):
ὑπερεμπίπλημι
Headword (normalized/stripped):
υπερεμπιπλημι
IDX:
90906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90907
Key:

Data

{'content': 'to fill over-full'}