Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
ὑπερένωσις
ὑπερεξαίρω
View word page
ὑπερεμέω
vomit violently
ShortDef
vomit violently
Debugging
Headword:
ὑπερεμέω
Headword (normalized):
ὑπερεμέω
Headword (normalized/stripped):
υπερεμεω
IDX:
90905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90906
Key:
Data
{'content': 'vomit violently'}