Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
ὑπερεντρυφάω
ὑπερεντυγχάνω
View word page
ὑπερέλαφρος
exceeding light

ShortDef

exceeding light

Debugging

Headword:
ὑπερέλαφρος
Headword (normalized):
ὑπερέλαφρος
Headword (normalized/stripped):
υπερελαφρος
IDX:
90903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90904
Key:

Data

{'content': 'exceeding light'}