Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
ὑπερεντελής
View word page
ὑπερέκχυσις
overflowing

ShortDef

overflowing

Debugging

Headword:
ὑπερέκχυσις
Headword (normalized):
ὑπερέκχυσις
Headword (normalized/stripped):
υπερεκχυσις
IDX:
90901
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90902
Key:

Data

{'content': 'overflowing'}