Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
ὑπερενόομαι
View word page
ὑπερεκχύνομαι
to run over (LSJ ὑπερεκχέω)

ShortDef

to run over (LSJ ὑπερεκχέω)

Debugging

Headword:
ὑπερεκχύνομαι
Headword (normalized):
ὑπερεκχύνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεκχυνομαι
IDX:
90900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90901
Key:

Data

{'content': 'to run over (LSJ ὑπερεκχέω)'}