Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
ὑπερένδοξος
ὑπερενιαυτίζω
View word page
ὑπερεκχέω
pour out over
ShortDef
pour out over
Debugging
Headword:
ὑπερεκχέω
Headword (normalized):
ὑπερεκχέω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκχεω
IDX:
90899
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90900
Key:
Data
{'content': 'pour out over'}