Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
ὑπερεμφορέομαι
View word page
ὑπερεκφεύγω
survive
ShortDef
survive
Debugging
Headword:
ὑπερεκφεύγω
Headword (normalized):
ὑπερεκφεύγω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκφευγω
IDX:
90897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90898
Key:
Data
{'content': 'survive'}