Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
ὑπερεμπίπλημι
View word page
ὑπερεκτρέπομαι
feel utter aversion for

ShortDef

feel utter aversion for

Debugging

Headword:
ὑπερεκτρέπομαι
Headword (normalized):
ὑπερεκτρέπομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερεκτρεπομαι
IDX:
90896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90897
Key:

Data

{'content': 'feel utter aversion for'}