Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
ὑπερελίσσω
ὑπερεμέω
View word page
ὑπερέκτισις
payment for
ShortDef
payment for
Debugging
Headword:
ὑπερέκτισις
Headword (normalized):
ὑπερέκτισις
Headword (normalized/stripped):
υπερεκτισις
IDX:
90895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90896
Key:
Data
{'content': 'payment for'}