Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
ὑπερέλαφρος
View word page
ὑπερεκτείνω
to stretch beyond measure

ShortDef

to stretch beyond measure

Debugging

Headword:
ὑπερεκτείνω
Headword (normalized):
ὑπερεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκτεινω
IDX:
90893
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90894
Key:

Data

{'content': 'to stretch beyond measure'}