Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
ὑπερελαύνω
View word page
ὑπερέκπτωσις
exaggeration, excess

ShortDef

exaggeration, excess

Debugging

Headword:
ὑπερέκπτωσις
Headword (normalized):
ὑπερέκπτωσις
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπτωσις
IDX:
90892
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90893
Key:

Data

{'content': 'exaggeration, excess'}