Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
ὑπερέκχυσις
View word page
ὑπερεκπλήσσω
to frighten beyond measure

ShortDef

to frighten beyond measure

Debugging

Headword:
ὑπερεκπλήσσω
Headword (normalized):
ὑπερεκπλήσσω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπλησσω
IDX:
90891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90892
Key:

Data

{'content': 'to frighten beyond measure'}