Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
ὑπερεκχύνομαι
View word page
ὑπερεκπίπτω
to go beyond all bounds

ShortDef

to go beyond all bounds

Debugging

Headword:
ὑπερεκπίπτω
Headword (normalized):
ὑπερεκπίπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπιπτω
IDX:
90890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90891
Key:

Data

{'content': 'to go beyond all bounds'}