Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
ὑπερεκτρέπομαι
ὑπερεκφεύγω
ὑπερεκφρύττω
ὑπερεκχέω
View word page
ὑπερεκπερισσοῦ
super-abundantly

ShortDef

super-abundantly

Debugging

Headword:
ὑπερεκπερισσοῦ
Headword (normalized):
ὑπερεκπερισσοῦ
Headword (normalized/stripped):
υπερεκπερισσου
IDX:
90889
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90890
Key:

Data

{'content': 'super-abundantly'}