Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
ὑπερεκτείνω
ὑπερεκτίνω
ὑπερέκτισις
View word page
ὑπερεκζέω
bubble over

ShortDef

bubble over

Debugging

Headword:
ὑπερεκζέω
Headword (normalized):
ὑπερεκζέω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκζεω
IDX:
90885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90886
Key:

Data

{'content': 'bubble over'}