Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
ὑπερεκπίπτω
ὑπερεκπλήσσω
ὑπερέκπτωσις
View word page
ὑπερεκβλύζω
bubble
ShortDef
bubble
Debugging
Headword:
ὑπερεκβλύζω
Headword (normalized):
ὑπερεκβλύζω
Headword (normalized/stripped):
υπερεκβλυζω
IDX:
90882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90883
Key:
Data
{'content': 'bubble'}