Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
ὑπερεκθεραπεύω
ὑπερέκκρισις
ὑπερεκλάμπω
ὑπερεκπερισσοῦ
View word page
ὑπέρεισμα
under-prop, support

ShortDef

under-prop, support

Debugging

Headword:
ὑπέρεισμα
Headword (normalized):
ὑπέρεισμα
Headword (normalized/stripped):
υπερεισμα
IDX:
90879
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90880
Key:

Data

{'content': 'under-prop, support'}