Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ὑπερεγγυάω
ὑπερεγρήγορα
ὑπερέγχριστος
ὑπερεθίζω
ὑπέρεια
ὑπερείδεος
ὑπερείδω
ὑπερείη
ὑπέρεικος
ὑπερείκω
ὑπέρειμι
ὑπερειπεῖν
ὑπερείπω
ὑπέρεισις
ὑπέρεισμα
ὑπερεισοδιάζω
ὑπερειστικός
ὑπερεκβλύζω
ὑπερεκδικέω
ὑπερέκεινα
ὑπερεκζέω
View word page
ὑπέρειμι
to be superior
ShortDef
to be superior
Debugging
Headword:
ὑπέρειμι
Headword (normalized):
ὑπέρειμι
Headword (normalized/stripped):
υπερειμι
IDX:
90875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-90876
Key:
Data
{'content': 'to be superior'}